- δισσάρχης
- δισσάρχης, ο (Α)αυτός που βασιλεύει μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + -αρχης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δισσάρχας — δισσάρχᾱς , δισσάρχης joint ruling masc acc pl δισσάρχᾱς , δισσάρχης joint ruling masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διττός — και δισσός, ή, ό (AM διττός και δισσός, ή, όν) 1. διπλός, αυτός που απαρτίζεται από δύο όμοια ή διαφορετικά μέρη 2. εκείνος που παρουσιάζεται με δύο μορφές 3. διφορούμενος, ασαφής αρχ. 1. στον πληθ. δύο 2. (για έγγραφο) αυτός που γράφτηκε εις… … Dictionary of Greek